ἀποφράσσει

ἀποφράσσει
ἀποφράγνυμι
fence off
pres ind mp 2nd sg
ἀποφράγνυμι
fence off
pres ind act 3rd sg
ἀποφράσσω
block up
pres ind mp 2nd sg
ἀποφράσσω
block up
pres ind act 3rd sg
ἀποφράζω
explain
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποφράζω
explain
fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic)
ἀποφράζω
explain
fut ind act 3rd sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Tobacco packaging warning messages — Smoking warning on the back of a cigarette pack, in Australia Tobacco packaging warning messages are health warning messages that appear on the packaging of cigarettes and other tobacco products. They have been implemented in an effort to enhance …   Wikipedia

  • ατμοφράκτης — ο βαλβίδα που παρεμβάλλεται στις διοχετεύσεις ατμού από τον ατμολέβητα προς τις διάφορες θέσεις μιας εγκατάστασης και αποφράσσει ή αφήνει ελεύθερη τη δίοδό του …   Dictionary of Greek

  • βαλβίδα — Όργανο ή σύστημα για τη ρύθμιση της ροής. Στην υδραυλική, β. λέγεται το σύστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο τμημάτων ενός αγωγού υπό πίεση, για να ρυθμίζει τη ροή του ρευστού στον αγωγό. Αποτελείται από ένα μεταλλικό σώμα και από ένα, επίσης… …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντίαση — Παθολογική κατάσταση, κατά την οποία παρατηρείται χρόνιο οίδημα και σημαντική υπερτροφία του δέρματος, με διόγκωση και παραμόρφωση των περιοχών που έχουν προσβληθεί, συνήθως των κάτω άκρων και της περιοχής των γεννητικών οργάνων· οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις …   Dictionary of Greek

  • υμένας — (Ανατ.). Γενική ονομασία διαφόρων λεπτών ιστών ή απαλών οργάνων. Είναι ελαστικοί και ποικίλλουν στην απόχρωση και την υφή. Προορίζονται να περιβάλλουν άλλα όργανα ή να εκκρίνουν και να απορροφούν μερικές ουσίες (βλεννογόνοι). * * * ο / ὑμήν, ένος …   Dictionary of Greek

  • ωτικός — ή, ό / ὠτικός, ή, όν, ΝΜΑ [οὖς, ὠτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί, ωτιαίος νεοελλ. φρ. α) «ωτικό βύσμα» ιατρ. βύσμα που σχηματίζεται από κυψελίδα, αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω ακουστικό πόρο, τον οποίο και συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”